Ενδυνάμωση και Συμμετοχικές Διαδικασίες
Είναι αλήθεια ότι το πολιτικό λεξιλόγιο του προοδευτικού χώρου εμπλουτίστηκε τα τελευταία χρόνια με πλήθος νεοφερμένων εννοιών που έγιναν γρήγορα της μόδας (zeitgeist) στις πολιτικές συζητήσεις. Μία εξ’ αυτών είναι και η έννοια της ενδυνάμωσης (empowerment). Η έννοια αυτή αφορά κάθε έναν από τους πολίτες και σύμφωνα με τον Immanuel Wallerstein, είναι μια αέναη διαδικασία κοινωνικής δράσης που προάγοντας τη συμμετοχή ατόμων και ομάδων, στοχεύει στην αύξηση του ελέγχου επί των ατομικών και κοινωνικών δρώμενων, τη βελτίωση της πολιτικής αποτελεσματικότητας και την εδραίωση της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Έτσι δικαιολογείται η σύγχρονη πρεμούρα για συμμετοχή και οι μοντέρνες φωνές για συμμετοχικότητα, συμμετοχικές διαδικασίες, συμμετοχική δημοκρατία κτλ. Έτσι ερμηνεύεται και η προσπάθεια (κάποτε βέβαια είναι μόνο ρητορική) να προσφερθούν σε όσο το δυνατόν περισσότερους, όσο το δυνατόν περισσότερες ευκαιρίες συμμετοχής. Η πρακτική αυτή έχει εφαρμοστεί από όλα σχεδόν τα προοδευτικά κόμματα στον δυτικό κόσμο. Αλλά μέχρις στιγμής, παντού, τα δίχτυα της συμμετοχής μαζεύουν μόνο μαρίδα. Ποιός είναι άραγε ο λόγος; Οι Alice Casey και Stella Creasy από τον βρετανικό οργανισμό Involve καταθέτουν σε ένα άρθρο τους:
«Η παροχή ‘de facto’ ευκαιριών για ενδυνάμωση εκ μέρους των πολιτικών οργανισμών, συνιστά μια μάλλον ονειρική προσέγγιση. Εδώ, οι διαδικασίες έχουν το προβάδισμα έναντι των ανθρώπων, καθώς οι πολιτικοί συχνά πιστεύουν πως ‘αν τους δώσουμε την ευκαιρία, θα έλθουν’. Σε όλη τη χώρα, υπάρχουν αμέτρητες ευκαιρίες συμμετοχής που όμως εστιάζουν στην ίδια αυτήν την ενδυνάμωση και όχι στο πώς θα καλύψουν τις ανάγκες των τοπικών κοινοτήτων. Αυτή η προσέγγιση στο τέλος καταλήγει υπέρ αυτών που νιώθουν άνετα σε παρόμοια περιβάλλοντα, που έχουν το χρόνο, τις ικανότητες και την επιμονή να παρίστανται σε όλες αυτές τις συναντήσεις».
Οι πολιτικοί λοιπόν πιστεύουν πως αν προσφέρουν ευκαιρίες συμμετοχής, οι πολίτες θα σπεύσουν να τις εκμεταλλευτούν. Αυτό όμως δεν επιβεβαιώνεται. Οι πολίτες δεν συμμετέχουν επειδή πιστεύουν ότι η συμμετοχή τους δεν μπορεί να κάνει τη διαφορά. Γιατί νιώθουν ότι υπερφαλαγγίζονται από τους επαγγελματίες της συμμετοχής. Γιατί κάποιοι τους έχουν πείσει για την αδυναμία της γνώμης τους. Γιατί η θεματολογία δεν τους αφορά. Γιατί οι ομιλούντες βρίσκονται σε απόσταση από την κοινωνία και δεν μπορούν να αντιληφθούν πού βρίσκεται κάθε στιγμή η κοινωνική ενέργεια και δυναμική (κάποιοι απ’ αυτούς, αντί να την αναζητούν, επιδιώκουν να την δημιουργούν σε αγαστή συνεργασία με τα ΜΜΕ).
Η αποδυνάμωση της συμμετοχής επιτρέπει σε μεσαία κυρίως στελέχη, που είναι χρόνια στο πολιτικό κουρμπέτι, να προβάλουν τις απόψεις τους όχι μόνο ως σωστές, αλλά και ως μοναδικές. Αυτό, δεν ζημιώνει μόνο τον πολιτικό οργανισμό στον οποίον ανήκουν και ο οποίος φέρεται, αν όχι να υιοθετεί, τουλάχιστον να εγκολπώνει απόψεις που κάποτε έρχονται σε αντίθεση με πάγιες θέσεις και αξίες του, αλλά έχει ένα ακόμη, τραγικό αποτέλεσμα: την επικράτηση της ατομικής νοημοσύνης έναντι της συλλογικής (individual vs collective intelligence). (Κάπως έτσι, διεκδικήσεις, μάχες και εκστρατείες, καταλήγουν να εκφυλίζονται στην αντιπαράθεση μεταξύ των προσώπων-υποψηφίων. Και όταν το ερώτημα περιορίζεται στο πρόσωπο, γίνεται περισσότερο κατανοητό γιατί ο κάθε Ψωμιάδης μπορεί να είναι σε πλεονεκτική θέση έναντι των αντιπάλων του.)
Η ένδεια συλλογικής νοημοσύνης με τη σειρά της αποστερεί από τις κοινωνικές ομάδες τη δυνατότητα να αναπτύξουν συλλογική συμπεριφορά. Και είναι ακριβώς στα πλαίσια των συλλογικών συμπεριφορών που αναπτύσσονται οι καινοτομίες που οδηγούν στην αύξηση της διαφοροποίησης, την ενσωμάτωση της διαφορετικότητας, την εξέλιξη της πολυπλοκότητας αλλά και της αρμονίας εν τέλει, των κοινωνιών. Το κενό αυτό σπεύδουν να καλύψουν προκατασκευασμένα μοντέλα συλλογικής συμπεριφοράς όπως το ηθικο-θρησκευτικό ή το πατριωτικό-εθνικιστικό. Η ενσωμάτωση παρόμοιων μοντέλων στη δημοκρατική δημόσια σφαίρα, οδηγεί μετά βεβαιότητας σε νεο-συντηρητικά πρότυπα σαν κι αυτά που κυριαρχούν σήμερα στις ΗΠΑ (the flag and the cross) αλλά και στη χώρα μας (σεμνά και ταπεινά).
Καθίσταται έτσι επείγουσα ανάγκη, οι ευκαιρίες συμμετοχής που προσφέρονται στους πολίτες, να σχεδιάζονται με βάση τις ανάγκες των πολιτών και των τοπικών κοινωνιών και όχι αυτές του κόμματος. Μέχρι τότε, ακόμη και αν οι αριθμοί της συμμετοχής ευημερούν, ελάχιστη ουσιαστική συμβολή θα προκύπτει και άρα ελάχιστη θα είναι και η παραγόμενη προστιθέμενη αξία για τον πολιτικό οργανισμό.