Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008

Η Τελική Λύση

«Δύο μέρες ακόμη να του κάνεις ενέσεις και βλέπουμε», είπε ο Χάρης, ο γιατρός του. Είναι τρεις μέρες που το σκυλάκι αποστρέφεται οποιαδήποτε τροφή. Δείχνει να διψά, αλλά όταν πλησιάσει το κύπελλο με το νερό σταματά και γυρίζει αλλού το κεφάλι. Τον έχει προδώσει και το στομάχι. Δέν μπορώ να του δώσω πιά, ούτε τα φάρμακα της καρδιάς. Έχει βαριά καρδιακή ανεπάρκεια και την τελευταία εβδομάδα προσπαθώ με ορούς και ενέσεις και ελάχιστο φαγητό (όταν το δεχόταν) να του κρατήσω σε λειτουργία το στομάχι για τη λήψη των φαρμάκων και να αποτρέψω το πνευμονικό οίδημα από τη συγκέντρωση υγρού στους πνεύμονες.
Δύο μέρες λοιπόν ακόμη, δύο άνθρωποι θα κρατάμε ακίνητο ένα αδυνατισμένο πλασματάκι, που έχει βάρος λιγότερο από έξι κιλά και θα του κάνουμε ενέσεις, σε ένα χιλιοτρυπημένο ποδαράκι, πιό ισχνό κι απ΄αυτό ενός κουνελιού.
« Χάρη, πες μου σε παρακαλώ, έχουν κάποιο νόημα αυτές οι δύο μέρες;»
« Θέλεις την αλήθεια;»
«Φυσικά ναι»
«Απολύτως κανένα. Απλά ήθελα στις 2 αυτές ημέρες να συνηθίσεις στην ιδέα»
«Χάρη αύριο;»
«Αύριο»
Τό θερμόμετρο δείχνει 46,7 βαθμούς. Ο καύσωνας κάνει πανελλήνιο ρεκόρ στην περιοχή 23.07.07. Αέρας σαν από φούρνο, μπαίνει από τα ανοιχτά παράθυρα του αυτοκινήτου. Δεν μου χρειάζεται το κλιματιστικό, ούτε με νοιάζει να κλείσω τα παράθυρα.
Σταμάτησα μπροστά στο περιβόλι με τις πορτοκαλιές. Από μέρες έχω ζητήσει τη σχετική άδεια, για την τελευταία πράξη. Από εκεί τηλεφώνησα στο γιατρό.
«Χάρη, το απόγευμα θα είσαι εκεί;»
«Από τις 6 έως τις 9»
«Θα έρθω»
«Έλα»

Έφτασα στο σπίτι. Ήταν 12:30 περίπου. Άνοιξα την πόρτα. Με αργά βήματα ήρθε να με υποδεχτεί. Δεν είχε δυνάμεις. Άλλοτε χοροπηδούσε μέχρι το πόμολο της πόρτας, μέχρι να τον σηκώσω στην αγκαλιά μου. Κάθισα στο καναπέ. Κάθισε κι αυτός απέναντι μου και με κοιτούσε.
«Γιατί θέλεις να φύγεις ρε σκυλάκι, γιατί; δεν περνάμε καλά οι δυό μας;»
Τον ρωτούσα και δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια μου. Με κοιτούσε έκπληκτος. Πλησίασε κι ακούμπησε το κεφάλι του στο γόνατο μου. Ήθελε να με παρηγορήσει. Συνήθιζε να το κάνει όταν με έβλεπε στεναχωρημένο.
«Χάρη, μέχρι ποιά ώρα θα είσαι στο ιατρείο;»
«Έως τις δύο»
«Έρχομαι»

Μάζεψα τα πιάτα με τα φαγητά, που ούτε είχε πλησιάσει. Άδειασα και το κύπελλο με το νερό στη γλάστρα με το σπαθίφυλλο. Τα έβαλα όλα σε μια πλαστική σακούλα. Δεν τα χρειάζονταν πια. Μάζεψα και τα φάρμακα να τα δώσω στο γιατρό. Κάπου θα ήταν χρήσιμα. Τέλος του έβγαλα το λουρί της πλάτης, ξεκρέμασα και το μακρύ λουρί από την κρεμάστρα και μαζί με τα παιχνίδια του, τα φύλαξα ψηλά σ΄ένα ράφι.
«πάμε βόλτα», του είπα.
Έδειξε να χαίρεται στη μαγική λέξη 'βόλτα'
Τον πήρα αγκαλιά, κρατώντας και ένα μικρό σεντόνι και μπήκαμε στο αυτοκίνητο.
Βρήκα θέση ακριβώς απέναντι από το ιατρείο. Ο γιατρός μας περίμενε. Τον έβαλα να καθίσει στο ψηλό μεταλλικό τραπέζι που άλλοτε έκανε τα εμβόλια και η γυναίκα του γιατρού – κτηνίατρος κι εκείνη – τον κούρευε για να τον κάνει ‘όμορφο’, όπως έλεγε.
Ο γιατρός έπιασε το αριστερό μπροστινό του πόδι και έψαξε για φλέβα. Έτριψε το σημείο με ένα μπαμπάκι με οινόπνευμα και έβαλε τη βελόνα με το λαστιχένιο σωλήνα.
«Το οινόπνευμα τί χρειάζεται Χάρη; μήπως μολυνθεί και πεθάνει;» χαμογέλασα πικρά.
«Από συνήθεια», μου απάντησε.
Τον κρατούσα και του χάιδευα το κεφάλι. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα επάνω μου. Ζητούσε προστασία.
«Χάρη σε πόση ώρα;»
«Σχεδόν αμέσως»
Στην άκρη του σωλήνα έβαλε τη σύριγγα, μ΄ ένα καφέ υγρό και πίεσε το έμβολο.
Εγώ του χάιδεψα το κεφάλι κι αυτός με κοιτούσε.
«Χάρη με βλέπει;»
«Όχι, έφυγε» μου απάντησε.
Εγώ του χάιδευα το κεφάλι, κι αυτός με καρφωμένα μάτια, με «κοιτούσε»...

Τον τύλιξα στο μικρό σεντόνι και έβγαλα το πορτοφόλι να πληρώσω. Ο Χάρης με χτύπησε φιλικά στη πλάτη.
«Δεν χρωστάς τίποτα» μου είπε.
Τον ακούμπησα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Αυτή ήταν η θέση του. Για πρώτη φορά δεν χοροπηδούσε και δεν γαύγιζε τους περαστικούς.

Στην πίσω άκρη του περιβολιού με τις πορτοκαλιές, το έδαφος δεν ποτίζονταν και ήταν σκληρό. Με κόπο άνοιξα ένα μικρό λάκκο. Τον έφερα από το αυτοκίνητο, κρατώντας τον στοργικά στην αγκαλιά μου. Ήταν ελαφρύς. Πολύ ελαφρύς. Τον σκέπασα με το χώμα, το ίσιωσα, και έβαλα επάνω λίγα ξερά κλαράκια που υπήρχαν εκεί γύρω. Έφτασα με αργά βήματα, που έσερναν το σώμα, αλλά και τη ψυχή μου, στο ξέφωτο στην αρχή του περιβολιού που περίμενε το αυτοκίνητο. Ο ήλιος έκαιγε ανελέητα. Έπιασα το χερούλι της πόρτας που ζεματούσε και την άνοιξα. Κοντοστάθηκα. Κοίταξα πίσω. Δεν ερχόταν κανείς...

Μιά βαθιά λύπη λιώνει τη ψυχή μου. Κανείς άλλος εκτός από μένα δεν δάκρυσε γι΄αυτό το σκυλάκι. Είναι άραγε έπαρση, παραλογισμός, ματαιοδοξία ή μοναξιά; Απέραντη μοναξιά, ανάμεσα στον κόσμο...

-------------------------------------------------------------------------------------------------
Το κείμενο αυτό μου εμπιστεύτηκε ένας γνωστός μου που επιθυμεί να μείνει ανώνυμος. Αλλά τα αισθήματα δεν εξαρτώνται από τα ονόματα. Και πόσο διαφορετικό είναι αυτό το κείμενο από την αθλιότητα που βαραίνει τις τελευταίες μέρες την πόλη μας!

buzz it!