Η 'κρίση' της Κεντροαριστεράς
Είναι κοινή η αντίληψη της σχέσης μεταξύ των πολιτών και των πολιτικών ως συγκρουσιακής. Αυτό δεν είναι ούτε εσφαλμένο ούτε ανερμήνευτο. Η ποιότητα της πολιτικής και των πολιτικών στην Ελλάδα, με τις ανάλογες νησίδες ποιότητας που δεν αγνοούμε, είναι ιδιαίτερα χαμηλή. Εστιάζεται στη διαχείριση της καθημερινότητας και σπανιότατα αν όχι ποτέ, αφιερώνει χρόνο και φαιά ουσία στο σχεδιασμό πολιτικών που θα αλλάξουν προς το καλύτερο τον τρόπο ζωής στην πόλη και την ύπαιθρο. Για να το αποδώσω σχηματικά, οι πολιτικοί μας προτιμούν να κωπηλατούν παρά να κρατούν το τιμόνι του σκάφους. Η δικαιολογία είναι γνωστή, πρόχειρη και βαρετή: η έλλειψη κονδυλίων. Πίσω από αυτό το επιχείρημα, πολλοί πολιτικοί κρύβουν στην πραγματικότητα την ένδεια προοδευτικής αντίληψης για την κοινωνία.
Τι μπορεί άραγε να γίνει για να αλλάξει αυτή η κατάσταση; Ισχυρίζομαι ότι η αύξηση της συμμετοχής των πολιτών, μέσα από ολότελα νέους δημοκρατικούς θεσμούς, ορίζει τη νέα προοδευτικότητα. Η οριζόντια συνεργασία μεταξύ οργανώσεων πολιτών και δημόσιων υπηρεσιών, σε αντίθεση με το γνωστό κάθετο, ιεραρχικό και γραφειοκρατικό μοντέλο που επιφυλάσσει στον πολίτη την έσχατη θέση, είναι η επιτομή μιας νέας κυβερνητικής αντίληψης που ασφαλώς έχει πολύ δρόμο ακόμα να διανύσει, όχι για να επικρατήσει, αλλά έστω για να αντιμετωπίζεται ως μια έγκυρη εναλλακτική οδός. Μεγάλη σημασία έχουν εδώ τα πετυχημένα παραδείγματα. Κάνοντας μια όχι και τόσο επισταμένη έρευνα στο διαδίκτυο, βρήκα δεκάδες τέτοια. Από τους συμμετοχικούς προϋπολογισμούς του Porto Allegre στη Βραζιλία, μέχρι τη διοίκηση των δημόσιων σχολείων του Chicago από συνοικιακά συμβούλια και από τη μεταρρύθμιση των Panchayat (χωριά) στην Kerala της Ινδίας, μέχρι το πρόγραμμα αναζωογόνησης των γειτονιών της Minneapolis, η ζυγαριά γέρνει σαφώς υπέρ τους. Αλλά και εκτός της κλασικής πολιτικής, τα συμμετοχικά εγχειρήματα όπως η πασίγνωστη εγκυκλοπαίδεια του διαδικτύου Wikipedia, το λογισμικό ανοιχτού κώδικα, τα λεγόμενα ‘κοινωνικά μέσα’ (social media) κτλ κερδίζουν ολοένα και περισσότερο αναγνώριση και σεβασμό.
Αναρωτιέμαι γιατί αφού η νέα αυτή αντίληψη επιτυγχάνει όλο και πιό συχνά σε όλο και περισσότερα μέρη, δεν γίνεται το όχημα που η κεντροαριστερά στην Ευρώπη και όχι μόνο, αναζητεί αλλά δε βρίσκει. Τι σκέφτονται άραγε όλοι αυτοί οι θεωρούμενοι προοδευτικοί πολιτικοί από τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ελλάδα κοκ όταν μιλούν (και είναι λαλίστατοι) για την κρίση της κεντροαριστεράς;
Καταλήγω, ότι οι περισσότεροι δε λένε τίποτα. Και δε λένε τίποτα γιατί είναι οι ίδιοι μέρος του προβλήματος. Όταν μιλούν για δημοκρατικές διαδικασίες, εννοούν αυτές όπου οι στημένοι μηχανισμοί θα τους αποθεώσουν. Όταν μιλούν για διάλογο με το λαό, τον εννοούν μέσα από τα τηλεοπτικά παράθυρα, τις ακριβοθώρητες στήλες των εφημερίδων ή τις απρόσιτες σελίδες κάποιων ‘ειδικών’ περιοδικών. Επειδή οι περισσότεροι από αυτούς έχουν θητεύσει επί μακρόν σε κυβερνητικές θέσεις, όταν μιλούν για προοδευτικότητα, επιχειρούν να ταυτίσουν το έργο τους μαζί της. Πρόκειται τελικά, για αυτό που οι αγγλοσάξονες ονομάζουν machine politics.
Είναι αλήθεια πως πέρα από τον καθεστωτισμό της political machine, στο δόγμα ‘το κράτος φταίει’, που επικράτησε σταδιακά μετά το ’80, η αριστερά είχε πολλούς λόγους να εμφανίζεται αμήχανη. Ενώ η απλή λογική υπεδείκνυε πως η συστατική δυσκαμψία του κράτους θα καθίστατο όλο και μεγαλύτερο πρόβλημα με την αύξηση του κύκλου εργασιών του, η ανάθεση στο κράτος της κοινωνικής πολιτικής αλλά και μεγάλου μέρους της οικονομίας, θεωρείτο για την αριστερά, αδιαπραγμάτευτη. Άλλωστε, ο ίδιος ο άξονας ‘δεξιά-αριστερά’ τοποθετεί αριστερά τους κρατιστές και δεξιά τους υπέρμαχους της ελεύθερης αγοράς. Ένιωθαν λοιπόν πως αν απαρνηθούν το κράτος, θα είναι σα να αρνούνται την ίδια την αριστερά, έστω και αν η συζήτηση δεν αφορούσε το κράτος στο σύνολό του, έστω και αν το κοινωνικό κράτος εξαιρείτο ευθύς εξαρχής από τη συζήτηση. Ακόμη χειρότερα, πολλοί από αυτούς που μετακινήθηκαν από αυτή τη θέση, δεν το έκαναν γιατί πείστηκαν για το λάθος της, αλλά καθαρά από πολιτικό οπορτουνισμό. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η εγκατάλειψη του κρατισμού δεν συνοδεύτηκε από την αντικατάστασή του από νέους δημοκρατικούς θεσμούς και αντιλήψεις, αλλά από μια φλυαρία μηδενικού αθροίσματος που άλειψε τελικά περισσότερο βούτυρο στο ψωμί του νεοφιλελευθερισμού.
Αυτό που σήμερα είναι ριζικά διαφορετικό είναι πως όλο και περισσότερο, την εξουσία δεν την έχουν αυτοί που κατέχουν τα μέσα παραγωγής, αλλά αυτοί που έχουν πρόσβαση στη γνώση. Αυτό σημαίνει πως αν προσφέρουμε γνώση ενδυναμώνοντας τους πολίτες, είναι το ίδιο σα να προσφέραμε συνεργατικά μέσα παραγωγής στην εργατική τάξη του 19ου αιώνα. Μόνο που αυτό είναι πολύ δύσκολο να το κατανοήσει το μεγαλύτερο μέρος του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού που αποστήθισε με επιμέλεια τα συμπεράσματα των Σοσιαλιστικών Διεθνών, αλλά ταυτόχρονα επέδειξε μια δραματική έλλειψη δυνατότητας παρακολούθησης της κοινωνικής μετεξέλιξης και του ανάλογου αναστοχασμού. Γι αυτό η κρίση της κεντροαριστεράς είναι τελικά ‘κρίση’. Δεν αφορά την κεντροαριστερά αλλά τους εκφραστές της. Άρα, είναι περισσότερο παρά ποτέ αναγκαίο ένα νέο πολιτικό δυναμικό που να εμπνέεται από τις νέες αξίες, να είναι σε θέση να επανακαθορίσει κατά τρόπο σύγχρονο την έννοια της αριστεράς και να αναδείξει τα νέα διακυβεύματα και τις νέες διαχωριστικές γραμμές.