Τον Καιρό Της Μεγάλης Στέγνιας
Διηγότανε την ιστορία ένας καλόγερος
ένας μισότρελος, ένας ονειροπόλος.
"Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,
―σαράντα χρόνια αναβροχιά―
ρημάχτηκε όλο το νησί·
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι,
χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου
και φαρμακερά.
Το μοναστήρι τ’ Αϊ-Νικόλα τό είχαν τότε
Αγιοβασιλείτες καλογέροι
κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια
κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή·
τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν.
Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα
και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.
Όλη μέρα χτυπιούνταν ώς την ώρα
που σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.
Απόδειπνα πάλι η καμπάνα
και βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας.
Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε,
άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, την άλλη
χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβιά κουρέλι.
Έτσι με τέσσερεις καμπάνες την ημέρα
πέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.
Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος
χαθήκανε· δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ωσάν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δεν αφήσαν στον αφρό
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες
παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα
το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.
Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι».
Απόσπασμα από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη "Οι Γάτες τ' Αϊ-Νικόλα", γραμμένο καταμεσίς της δικτατορίας, το 1969.
Με ρωτάνε οι φίλοι, γιατί αραίωσαν τα γραπτά μου. Είναι απ'τη στέγνια. Και κάθε τόσο γυρεύω από κάπου να κρατηθώ. Και δε βρίσκω τίποτα πιό πολύτιμο από αυτές τις αρχαίες κολόνες. Που χρόνια τώρα, αιώνες, όχι μόνο αντέχουν το αίμα το φαρμακερό των ερπετών, αλλά προσφέρουν πηγή έμπνευσης σε όποιον μπορεί πραγματικά να τις αντικρύσει. Ένας από αυτούς είναι και ο αμερικανός αρχιτέκτονας Louis Kahn, που όπως μου υποδεικνύει ο καλός αναγνώστης stathis αυτού του ιστολογίου που μου έστειλε και τη φωτογραφία του πίνακα, είναι ένας από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες του προηγούμενου αιώνα με τεράστιο έργο στην Αμερική και την Ασία. Τον πίνακα σκαρίφησε στη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Κόρινθο, το 1951. Οι εμπνεύσεις του από τα αρχαία μνημεία, χαρακτήρισαν το έργο του στη συνέχεια. Έχω πάνω από 20 χρόνια που πηγαίνω και κοιτώ αυτές τις κολόνες και προσπαθώ να καταλάβω πώς καταφέρνουν και κρύβουν τον όγκο τους. Πώς γίνεται τόση σεμνότητα στις πέτρες!
Μετά αναγκάζομαι να επιστρέψω σε μια πόλη γεμάτη σκουπίδια. Κάποια από αυτά, κινούμενα με έπαρση. Μα όσο υπάρχουνε αυτά τα αγκωνάρια, θα ζούμε με την προσμονή του τέλους της ξηρασίας.