Δελτίο Τύπου για τη 'Στέψη της Ποππαίας'
Κλάουντιο ΜΟΝΤΕΒΕΡΝΤΙ(1567-1643)
Η Στέψη της Ποππαίας
Μουσική διεύθυνση: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΤΡΟΥ
Σκηνοθεσία: ΜΑΡΙΑ ΓΥΠΑΡΑΚΗ
Σκηνικά-Κοστούμια: ΠΑΥΛΟΣ ΘΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ποππαία: ΤΖΕΝΗ ΔΡΙΒΑΛΑ
Νέρων: ΦΛΟΡΙΝ ΤΣΕΖΑΡ ΟΥΑΤΟΥ
Οκταβία: ΜΑΙΡΗ-ΕΛΕΝ ΝΕΖΗ
Όθων: ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ
Σένεκας: ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΓΟΥΛΑΣ
Αρνάλδα: ΠΩΛ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ
Δρουσίλλα/Αρετή: ΜΥΡΣΙΝΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ
Έρωτας/κοπέλλα: ΜΙΝΑ ΠΟΛΥΧΡΟΝΟΥ
Βαλέττο/Τύχη: ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
Λουκάνιος/Στρατιώτης: ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΙΑΣ
Στρατιώτης : ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΑΛΜΠΑΝΤΗΣ
Αξιωματικός: ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ
Ορχηστρικό Σύνολο ΜΟΝΤΕΒΕΡΝΤΙ (σε όργανα εποχής)
Αρχαία Κόρινθος- Ναός Οκταβίας
Σάββατο 2 και Κυριακή 3 Αυγούστου 2008
Ώρα έναρξης 21:00
Είσοδος ελεύθερη
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟΣ ΧΟΡΗΓΟΣ: ALAPIS
www.alapis.gr
Υπό την Αιγίδα του της Νομαρχίας Κορινθίας και του Λυσιππείου Πνευματικού Κέντρου
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΕΨΗ ΤΗΣ ΠΟΠΠΑΙΑΣ
Ο Monteverdi έχτισε το κύκνειο άσμα του –L’Incoronazione di Poppea– πάνω στη ρωμαϊκή ιστορία, ή για να είμαστε πιο ακριβείς πάνω στο τελευταίο στρώμα γης στο οποίο ήταν ακόμη ορατά τα ίχνη του αρχαίου κόσμου. Αλλά και ο ρόλος που διαδραμάτισε η Βενετία στη δημιουργία του έργου είναι, πιστεύω, αναμφισβήτητος: φτάνει να σταθεί κανείς μπροστά από τη γεμάτη ηδυπάθεια Δανάη του Tiziano (στην Πινακοθήκη της Βιέννης σήμερα) ή να διαβάσει τα Sonetti lussuriosi του Pietro Aretino (1492-1556) που διωγμένος από τη γενέτειρά του, το Αρέτζο, και στη συνέχεια από τη Ρώμη, το πρώτο καταφύγιό του, έρχεται στη Βενετία, πόλη που ξέρει να προσφέρει πολλά και να υποδέχεται όλους εκείνους που θέλουν να προσθέσουν ακόμη κάτι στο μεγαλείο της. Δεν είναι τυχαίο που ο Sire Philippe de Commynes γράφει στον 15ο αιώνα για τη Βενετία: «Η πιο θριαμβική πολιτεία που έχω ποτέ αντικρίσει».
Η Βενετία, σαφώς, και δεν είναι η περίπτωση της Ρώμης, υπό αυστηρά ιστορική άποψη, οι πολιτικές καταβολές τους είναι διαφορετικές, αλλά η άμετρη φιλοδοξία τις χαρακτηρίζει αμφότερες. Η βαλτώδης περιοχή που ήταν διοικητικά εξαρτημένη από το εξαρχάτο της Ραβέννας –κτήση βυζαντινή– κατέκτησε πολύ γρήγορα την ανεξαρτησία της και εξελίχθηκε σε πολιτεία-κράτος με μεγάλη δύναμη. «Αυτοκρατορία» με τον τρόπο της, οι απαρχές της οποίας χάνονται κάπου ανάμεσα στην ιστορία και το θρύλο. Η Βενετία του Monteverdi και του Busenello είναι στην πραγματικότητα ένα αχανές teatro mundi κατάλοιπο της Αναγέννησης, ένας χώρος επίδειξης, του «φαίνεσθαι» δηλαδή, όπου η οφθαλμαπάτη κυβερνά ως μονάρχης απόλυτος κρίνοντας τα πάντα, αποφασίζοντας για τη ζωή και εντέλει για το θάνατο. Τα ανεξερεύνητα βάθη των αντιφάσεων αυτών, την καρδιά του χάους, ο συνθέτης και ο λιμπρετίστας εξερευνούν ως πραγματικοί antiquarii για να βρουν τα πειστήρια που έχουν ανάγκη για το έργο τους. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζεται όλη η νεωτερικότητα (μοντερνισμός) που αποπνέει η Στέψη της Ποππαίας.
Η Ελλάδα συντήρησε με τους αρχέγονους και θεμελιακούς μύθους της, το υβρίδιο θέαμα που ονομάζεται όπερα από τον καιρό που έκανε την εμφάνισή του στην πόλη των Μεδίκων. Υπάρχει ήδη ένα παρελθόν μπροστά στον ερμητισμό του οποίου, δραματουργός και συνθέτης θα πρέπει να αισθάνονται, μάλλον, δεσμευμένοι. Ο Βενετός Busenello παίρνει θέση απέναντι στην αριστοτελική Ποιητική και στους αυστηρούς κανόνες της τραγωδίας μέσα στους οποίους μοιάζει να αισθάνεται ασφυκτικά: «Δεν είναι λοιπόν ελεύθεροι, οι σημερινοί ποιητές, να διηγούνται ιστορίες με το δικό τους τρόπο;» θα γράψει στον πρόλογο της Διδούς του. Στο Argomento μάλιστα του ίδιου έργου τού δίδεται η ευκαιρία να δώσει ακόμη περισσότερες επεξηγήσεις: «Ιδού ένα έργο που είναι απόηχος των μοντέρνων αντιλήψεων, ένα έργο που αφήνει κατά μέρος όλα όσα πρεσβεύουν οι αρχαίοι κανόνες, για να βαδίσει σύμφωνα με τον ισπανικό τρόπο, να παρουσιάσει τα χρόνια και όχι τις ώρες». Το ουσιώδες έχει ειπωθεί, «ο ισπανικός τρόπος»! Το μεγάλο θέατρο της ανθρώπινης πραγματικότητας όπως το συνέλαβε ο Calderón –σύγχρονος του Busenello– ήδη από το ξεκίνημά του, στο έργο Έρωτας, τιμή και εξουσία (1623).
Έρωτας, πάθος και εξουσία είναι το τριαδικό σχήμα-θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζεται η Στέψη της Ποππαίας, στην καρδιά μιας ρωμαϊκής Αρχαιότητας, όχι αναστημένης αλλά καθ’ ολοκληρίαν αναπλασμένης, διαδοχικές απόψεις και σπαράγματα που προκαλούν δέος διαδέχονται το ένα το άλλο πάνω σε καλειδοσκοπικούς καθρέφτες, αναμνήσεις του παρελθόντος στους κόλπους του οποίου συνευρίσκονται τα αυτοκρατορικά μάρμαρα, οι πομπηιανές τοιχογραφίες και η βενετσιάνικη καθημερινότητα. «Η εικόνα της ανθρώπινης συνθήκης και της απτής πραγματικότητάς της που διαμορφώνεται στη Στέψη της Ποππαίας είναι τεράστιου πλούτου. Η θεματική του έργου αποκλείει την οιανδήποτε ηθικής τάξεως παραίνεση καθότι τα του δράματος πρόσωπα είναι δοσμένα δίχως την παραμικρή αιδώ και δίχως την παραμικρή κολακεία», γράφει, σχετικά με τη δραματουργική αντίληψη του έργου, ο Jean-Michel Brèque (l’Avant-Scène Opéra, no 115, Δεκέμβριος 1988). Η ωμότητα αυτή που χαρακτηρίζει τους πάντες, από τον αυτοκράτορα μέχρι τον φιλόσοφο, προκαλεί πραγματικό δέος στον θεατή που έρχεται αντιμέτωπος –εντός χώρου θεατρικού– με τη ζωή και το θάνατο, φορείς των κάθε λογής δραματικών «ποικιλμάτων» (φιλοδοξία, τρέλα, εξουσία, έρωτας…), όλων εκείνων των μπαρόκ ιδεολογημάτων που μεταγράφει μουσικά ο Monteverdi μέσα σε μια αισθητική πολύ κοντινή στις αρχιτεκτονικές αντιλήψεις του Palladio. Πάνω στον καμβά του αναγεννησιακού μεγαλείου ο συνθέτης εναποθέτει τις θερμές αποχρώσεις του κόκκινου της Πομπηίας, γενέθλια γη της Ποππαίας, τη σχεδόν γκρίζα ψυχρότητα των recitativi του στωικού Σενέκα και το εκθαμβωτικό φως που κάποιες στιγμές τυλίγει τους εκστατικούς εραστές· ένας κόσμος πρωτόγνωρος, ταλαντευόμενος ανάμεσα στην ευωχία και τα ερείπια, ανάμεσα στο μύθο και την πλάνη, τόπος γέννησης της ιστορίας εντός του χρόνου του δράματος.
Η Στέψη αυτή μας παρασύρει στις εσχατιές λαβυρίνθων, στις τρομακτικές και μεγαλειώδεις, συνάμα, φυλακές του Piranesi. Όταν, τέλος, αφήνουμε πίσω μας τους μαιάνδρους του πάθους, φωλιές της ανθρώπινης φύσης, όταν παίρνουμε ξανά το μονοπάτι της επιστροφής, εκείνο δηλαδή της ιστορίας, βλέπουμε απέναντί μας τα τοπία της Ρώμης πάνω στα οποία πλανάται το φάντασμα του Σενέκα, το σαρκαστικό γέλιο της Αρνάλτας και οι περιπαθείς στεναγμοί του τελευταίου Ιουλιοκλαυδιανού αυτοκράτορα και της Πομπηιανής ερωμένης του· μια Ρώμη «ξαναχτισμένη» στον 18ο αιώνα από τη μεγαλοφυΐα του Piranesi.
Δεν έχει λοιπόν νόημα, για ένα έργο που είναι από μόνο του φορέας του μοντερνισμού, να επιμείνει κανείς και να του δώσει μια χροιά καθημερινή, χρησιμοποιώντας εικόνες των ημερών μας. Το να επιμείνει για έναν σκηνικό Νέρωνα με προεδρικό κοστούμι δεν θα ήταν ούτε καν προκλητικό, ή για μια Ποππαία που θα εμφανιστεί ως χολιγουντιανή θεά. Ας είμαστε ειλικρινείς και ας δεχτούμε πως όλα αυτά δεν μπορεί παρά να μας οδηγήσουν σε αδιέξοδο. «Δεν είναι εύκολο –γράφει ο σκηνοθέτης Jean-Louis Martinoty– να κατανοήσουμε από την ανάγνωση ποια είναι η απόσταση που παρεμβάλλεται μεταξύ της θεματικής ενός τέτοιου έργου, της αυτοκρατορικής αρχαίας Ρώμης δηλαδή, και του αντικειμένου του αυτού καθαυτού, της σύγχρονης και δημοκρατικής Βενετίας… Στη Στέψη της Ποππαίας η Βενετία, πόλη των αντιθέσεων, πόλη κλειστή και πόλη ανοχύρωτη, ξέρει, ήδη, από τις αρχές του 17ου αιώνα, πως η ιστορία της είναι παρελθόν και ίσως να θέλει να μας το προσφέρει με τη Στέψη της Ποππαίας» (Jean-Louis Martinoty, Voyage à l’intérieur de l’opéra baroque, éd. Fayard, Paris 1990).
Τόσο η δραματουργική όσο και η μουσική προσέγγιση είναι εξαιρετικά περίπλοκες και γεμάτες παγίδες. Υπάρχουν στο έργο όλα αυτά που λέγονται και άλλα τόσα που υποφώσκουν και μεταξύ αυτών των δυο καλούνται, η σκηνή και η ορχήστρα, να αποφασίσουν για τη διαλεκτική της αναπαράστασης, να κλείσουν, με άλλα λόγια, την «πληγή» των μουσικών και δραματουργικών αβεβαιοτήτων με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
«Come caro Signore potrò io imittare il parlar de’venti, se non parlano et comme potrò io con il mezzo loro movere li affetti»* (Πώς θα μπορούσα, αγαπητέ, να μιμηθώ τη γλώσσα των ανέμων όταν αυτοί δεν μιλούν και πώς θα ήταν δυνατόν μόνο με τέτοια μέσα να προκαλέσω τη συγκίνηση;), γράφει ο Monteverdi στον Striggio εκφράζοντας έτσι την ευγενική άρνησή του για ένα λιμπρέτο του κόμη Scipione Agnelli που του είχε προταθεί.
Και εμείς;
Πώς θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε τη Στέψη της Ποππαίας δίχως να την προδώσουμε, πώς θα ήταν δυνατόν να προκαλέσουμε τη συγκίνηση μετά από αιώνες που μας χωρίζουν από το έργο;
Ας σκύψουμε ευλαβικά πάνω στα ερείπια και ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τη γλώσσα τους.
Μ. Γυπαράκη